- χερσόθι
- χερσόθιindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χερσόθι — Α επίρρ. στη στεριά, στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. θι* (πρβλ. μακρό θι, οὐρανό θι)] … Dictionary of Greek